ευρύς

ευρύς
-εία -ύ (ΑΜ εὐρύς, -εῑα, -ύ)
1. εκείνος που έχει αρκετή ή μεγάλη έκταση, τού οποίου τα άκρα ή οι πλευρές βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, πλατύς, φαρδύς
2. διαδεδομένος (α. «ευρεία φήμη» β. «ευρεία αναγνώριση τής αξίας του»
γ) «εὐρὺ κλέος»)
μσν.
έτοιμος, πρόθυμος να κάνει κάτι κακό («εὐρὺς εἰς βλασφημίαν»)
αρχ.
1. παχύς, χοντρός
2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) εὐρυ
ευρέως.
επίρρ...
ευρέως (ΑΜ εὐρέως)
με μεγάλη διάδοση, πλατιά («διαδίδεται ευρέως ότι...»)
αρχ.
με ευρυχωρία, με άνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολογία τής λ. παρουσιάζει προβλήματα. Συγγενής τ. το ουσ. εύρος. Η σύνδεση τους με τα αρχ. ινδ. uru «ευρύς», varas «ευρύτητα» και το αβεστ. vouru- «ευρύς» και κατ' επέκταση, με τον ΙΕ τ. *wrrus (συνεσταλμένη βαθμίδα) «ευρύς» για το επίθ. και *weros (απαθής βαθμίδα) «ευρύ» για το όνομα δεν ερμηνεύει το αρχικό φωνήεν ε-. Γι' αυτό συσχετίζεται με ελλ. αρχικό τ. *ε-Fρύ-ς, με πρόθεματικό φωνήεν και μηδενισμένη βαθμίδα. Κατ' άλλη άποψη, το ε είναι προϊόν μεταθέσεως από αρχικό τ. *Fερύς, με απαθή βαθμίδα. Ως α' συνθετικό η λ. ευρύς απαντά σε πολυάριθμα σύνθετα, πολλά από τα οποία μαρτυρούνται από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα. Ως β' συνθετικό απαντά με τη μορφή -ευρής στον τ. ισο-ευρής.
ΠΑΡ. ευρύνω, ευρύτης
νεοελλ.
εύρυνση
(Για σύνθ. βλ. ευρυ-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐρύς — wide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρύς, -εία, -ύ — πλατύς, φαρδύς, εκτεταμένος, απλωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐρέα — εὐρύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) εὐρύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐρέᾱ , εὐρύς wide fem nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύ — εὐρύς wide neut acc sg εὐρύς wide masc voc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυτάτων — εὐρύς wide fem gen pl εὐρύς wide masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυτέρων — εὐρύς wide fem gen pl εὐρύς wide masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυτέρως — εὐρύς wide adverbial εὐρύς wide masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύτατον — εὐρύς wide masc acc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύτερον — εὐρύς wide masc acc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”